Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χορτάσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χορταίνω
  2. θα χορτάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χορταίνω