Ετυμολογία

επεξεργασία
χολολιθίασις (μαρτυρείται από το 1888)[1] < χολο- + λιθίασις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χολολιθίασις θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 1115, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου