Ετυμολογία

επεξεργασία
χνοάζω < αρχαία ελληνική χνοάζω[1]

χνοάζω, πρτ.: χνόαζα, αόρ.: χνόασα (χωρίς παθητική φωνή)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



ζητούμενο λήμμα