Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλοάω < χλόη

  Ρήμα επεξεργασία

χλοάω-χλοῶ

  1. πρασινίζω (για τη γη), συνώνυμο του χλοάζω
  2. χλωμιάζω (μάλλον ελληνιστική έννοιας)