Ετυμολογία

επεξεργασία
χλαινόω < χλαίνη

χλαινόω

  • καλύπτω κάποιον με χλαίνη για να μην κρυώνει, να μη βρέχεται ή ένα αντικειμενο για να το προστατεύσω από φθορές