Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλαινόω < χλαίνη

  Ρήμα επεξεργασία

χλαινόω

  • καλύπτω κάποιον με χλαίνη για να μην κρυώνει, να μη βρέχεται ή ένα αντικειμενο για να το προστατεύσω από φθορές