Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χιλιάσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χιλιάζω
  2. θα χιλιάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χιλιάζω