χιλιάσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
χιλιάσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χιλιάζω
- θα χιλιάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χιλιάζω
χιλιάσουμε