→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειρότονος < χειροτονητέον ή χειροτονέω < χειρό- + θέμα τόν-ος ( < τείνω)

  Επίθετο

επεξεργασία
χειρότονος, -ος, -ον
  1. που υψώνει το χέρι για να ψηφίσει
  2. που γίνεται με ύψωση του χεριού (π.χ. θυσία)

Συγγενικά

επεξεργασία