χειρουργήσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχειρουργήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χειρουργώ
- θα χειρουργήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χειρουργώ