Ετυμολογία

επεξεργασία
χειροποιέομαι < χειροποιέω < χείρ και ποιέω-ποιῶ
χειροποιέομαι
  • κάνω κάτι με τα χέρι μου
  • αὐτὴ πρὸς αὑτῆς χειροποιεῖται : το έκανε η ίδια με τα χέρια της στον εαυτό της (για την αυτοκτονία της Διηάνειρας, Σοφοκλής, Τραχ.)