χειροκροτήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχειροκροτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χειροκροτώ
- θα χειροκροτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χειροκροτώ
χειροκροτήσεις