χειροδίκης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- χειροδίκης αρσενικό
- εκείνος που χειροδικεί, διεκδικεί αυτό που θεωρεεί δίκαιο με τη βία ή γενικά φέρεται βίαια
- ...οὐδέ κεν οἵ γεγηράντεσσι τοκεῦσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῖεν χειροδίκαι (Ησίοδος)