χατσαπούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χατσαπούρι < (άμεσο δάνειο) γεωργιανή ხაჭაპური
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχατσαπούρι ουδέτερο
- (γαστρονομία) γεωργιανό πιάτο, ψωμί στη μέση του οποίου μπαίνει τυρί και άλλα υλικά, παρόμοιο στο παρουσιαστικό με το πεϊνιρλί
Μεταφράσεις
επεξεργασία χατσαπούρι