χασομερήσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
χασομερήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χασομερώ
- θα χασομερήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χασομερώ