Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χασμουρηθούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χασμουριέμαι
  2. θα χασμουρηθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χασμουριέμαι