χασμουρηθούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
χασμουρηθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χασμουριέμαι
- θα χασμουρηθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χασμουριέμαι