χασισώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χασισώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος χασισώνω
Ρήμα
επεξεργασίαχασισώνομαι
- μαστουρώνω από τη χρήση χασίς
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χασισώνομαι | χασισωνόμουν(α) | θα χασισώνομαι | να χασισώνομαι | ||
β' ενικ. | χασισώνεσαι | χασισωνόσουν(α) | θα χασισώνεσαι | να χασισώνεσαι | (χασισώνου) | |
γ' ενικ. | χασισώνεται | χασισωνόταν(ε) | θα χασισώνεται | να χασισώνεται | ||
α' πληθ. | χασισωνόμαστε | χασισωνόμαστε χασισωνόμασταν |
θα χασισωνόμαστε | να χασισωνόμαστε | ||
β' πληθ. | χασισώνεστε | χασισωνόσαστε χασισωνόσασταν |
θα χασισώνεστε | να χασισώνεστε | (χασισώνεστε) | |
γ' πληθ. | χασισώνονται | χασισώνονταν χασισωνόντουσαν |
θα χασισώνονται | να χασισώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χασισώθηκα | θα χασισωθώ | να χασισωθώ | χασισωθεί | ||
β' ενικ. | χασισώθηκες | θα χασισωθείς | να χασισωθείς | χασισώσου | ||
γ' ενικ. | χασισώθηκε | θα χασισωθεί | να χασισωθεί | |||
α' πληθ. | χασισωθήκαμε | θα χασισωθούμε | να χασισωθούμε | |||
β' πληθ. | χασισωθήκατε | θα χασισωθείτε | να χασισωθείτε | χασισωθείτε | ||
γ' πληθ. | χασισώθηκαν χασισωθήκαν(ε) |
θα χασισωθούν(ε) | να χασισωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χασισωθεί | είχα χασισωθεί | θα έχω χασισωθεί | να έχω χασισωθεί | χασισωμένος | |
β' ενικ. | έχεις χασισωθεί | είχες χασισωθεί | θα έχεις χασισωθεί | να έχεις χασισωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χασισωθεί | είχε χασισωθεί | θα έχει χασισωθεί | να έχει χασισωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χασισωθεί | είχαμε χασισωθεί | θα έχουμε χασισωθεί | να έχουμε χασισωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χασισωθεί | είχατε χασισωθεί | θα έχετε χασισωθεί | να έχετε χασισωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χασισωθεί | είχαν χασισωθεί | θα έχουν χασισωθεί | να έχουν χασισωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία χασισώνομαι
|