Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χαρτζιλικώσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαρτζιλικώνω
  2. θα χαρτζιλικώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαρτζιλικώνω