χαριεντιστεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχαριεντιστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χαριεντίζομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαριεντίζομαι
- θα χαριεντιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαριεντίζομαι