Ετυμολογία

επεξεργασία
χανδόν < χαίνω

  Επίρρημα

επεξεργασία

χανδόν

  1. (τροπικό επίρρημα) με ανοιχτό στόμα, λαίμαργα
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 294 (293-294)
    οἶνός σε τρώει μελιηδής, ὅς τε καὶ ἄλλους | βλάπτει, ὃς ἄν μιν χανδὸν ἕλῃ μηδ᾽ αἴσιμα πίνῃ.
    Αλλά σ᾽ έχει βαρέσει εσένα το γλυκό κρασί, που κι άλλους έβλαψε, | όποιον ξεδιάντροπα σαν καταβόθρα πίνει.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. (τροπικό επίρρημα) άπληστα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία