Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χαμογέλασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος χαμογελώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος χαμογελώ