χαμηλώσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
χαμηλώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χαμηλώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαμηλώνω
- θα χαμηλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαμηλώνω