Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλκοπωλεῖον < ελληνιστική κοινή χαλκοπώλ(ης) + -εῖον. Συγχρονικά αναλύεται σε χαλκο- + -πωλεῖον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλκοπωλεῖον ουδέτερο