χαλβαδιάσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
χαλβαδιάσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαλβαδιάζω
- θα χαλβαδιάσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαλβαδιάζω