Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλβάνη < σημιτικής ρίζας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλβάνη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • χαλβανόεις, -εσσα, -εν (από χαλβάνη, της χαλβάνης, π.χ. η ρίζα)