χαλάσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχαλάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χαλάω
- θα χαλάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαλάω
- να χαλάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαλάω
χαλάσει