Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

χαζολογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χαζολογώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαζολογώ
  3. θα χαζολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαζολογώ