Ετυμολογία

επεξεργασία
χίπις < (άμεσο δάνειο) αγγλική hippies

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈçi.pis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χίπις αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο

  • οι χίπηδες ως σύνολο ή γενικά ως κίνημα της περιθωριακής κουλτούρας
    ※  Ανέμελη διάθεση, ξέφρενα πάρτι και ναρκωτικά άφησαν το δικό τους «στίγμα» στην πολυτάραχη ιστορία του κινήματος, ενώ στον ατμοσφαιρικό αυτό τόπο, τα Μάταλα, οι χίπις βρήκαν το κατάλληλο περιβάλλον για να εκδηλώσουν τις ιδιαίτερες ανησυχίες τους.
    «Τι συμβαίνει σήμερα στις σπηλιές των χίπις στα Μάταλα;», cretanmagazine.gr (22 Δεκεμβρίου 2020)· πρόσβαση: 2022-05-08.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία