Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χέσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χέζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χέζω
  3. θα χέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χέζω