χάρων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
χάρων < χάρμη (η άγρια χαρά)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χάρων-ωνος αρσενικό ή θηλυκό
- με μάτια λαμπερά, αστραφτερά, με άγρια ματιά
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Χάρων-ωνος αρσενικό
- ο πορθμέας του Στυγός, ο Χάρος (ίσως επειδή θεωρείτο πως τα μάτια του είχαν μια εξαιρετικά διαπεραστική, φλογερή λάμψη)