Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxai̯.ðe.psa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χάι‐δε‐ψα

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χάιδεψα

  • α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος χαϊδεύω