φῦναι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑπαρέμφατο
επεξεργασίαφῦναι
- απαρέμφατο ενεργητικού αορίστου (ἔφυν) του φύω
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1342 (1341-1342)
- τίς τἂν εὔξαιτο βροτῶν ἀσινεῖ | δαίμονι φῦναι τάδ᾽ ἀκούων;
- ποιός στον κόσμο με μοίρ᾽ ασυμφόριαστη | θα καυχιόταν ποτέ πως γεννήθηκε όλ᾽ αυτά σαν ακούει;
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- τίς τἂν εὔξαιτο βροτῶν ἀσινεῖ | δαίμονι φῦναι τάδ᾽ ἀκούων;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Κύκλωψ, στίχ. 187 (186-187)
- μηδαμοῦ γένος ποτὲ | φῦναι γυναικῶν ὤφελ᾽, εἰ μὴ ᾽μοὶ μόνωι.
- Καλύτερα, μου φαίνεται, | των γυναικών η ράτσα ποτέ να μην εφύτρωνε — παρά για μένα μόνο!
- Μετάφραση χ.χ.: Β. Λιαπή, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- μηδαμοῦ γένος ποτὲ | φῦναι γυναικῶν ὤφελ᾽, εἰ μὴ ᾽μοὶ μόνωι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1224 (1224-1227)
- μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νι- | κᾷ λόγον· τὸ δ᾽, ἐπεὶ φανῇ, | βῆναι κεῖσ᾽ ὁπόθεν περ ἥ- | κει πολὺ δεύτερον ὡς τάχιστα.
- Το να μην έχεις γεννηθεί, | αυτό είναι το καλύτερο· | το δεύτερο καλό, αν έχεις | γεννηθεί, να πας το γρηγορότερο | εκεί απ᾽ όπου βγήκες.
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 1375 (1374-1375)
- ὅστις σ᾽, Ὀδυσσεῦ, μὴ λέγει γνώμῃ σοφὸν | φῦναι, τοιοῦτον ὄντα, μῶρός ἐστ᾽ ἀνήρ.
- Αν κάποιος δεν παραδεχτεί, Οδυσσέα, μετά απ᾽ αυτά, | πως είσαι εσύ από τη φύση σου σοφός, είναι αυτός μωρός.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1342 (1341-1342)
Πηγές
επεξεργασία- φύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ