φύγει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφύγει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φεύγω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φεύγω
- θα φύγει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φεύγω
φύγει