Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φόκο < ιταλική fuoco

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φόκο ουδέτερο άκλιτο

  1. (οικείο) η φωτιά, συνήθως σε εκφράσεις όπως βάζω φόκο
    Θα τα στήσουν κολλητά στην πόρτα του μαντρότοιχου και θα τους βάλουν φόκο. Kανένας κίνδυνος για πυρκαϊά. Mόνο που θα τρομάξει ο γιατρός – και το Παπακοκάκι θα κλειστεί στο σπίτι του για μέρες. (Κοσμάς Πολίτης, Eroica)
    έχεις φόκο;

  Μεταφράσεις επεξεργασία