Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτοσκίασις < → δείτε τη λέξη φωτοσκίαση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτοσκίασις θηλυκό