Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φωτογραφίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φωτογραφίζω
  2. θα φωτογραφίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φωτογραφίζω