φωτογραφίσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
φωτογραφίσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φωτογραφίζω
- θα φωτογραφίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φωτογραφίζω
φωτογραφίσω