Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυμέ < γαλλική fumé

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fiˈme/

  Επίθετο επεξεργασία

φυμέ άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία