Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φυλλομετρήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φυλλομετρώ
  2. θα φυλλομετρήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φυλλομετρώ