φυλλομετρήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
φυλλομετρήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φυλλομετρώ
- θα φυλλομετρήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φυλλομετρώ