Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φυλαχτούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φυλάσσομαι
  2. θα φυλαχτούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φυλάσσομαι