φυλακιστούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφυλακιστούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φυλακίζομαι
- θα φυλακιστούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φυλακίζομαι
φυλακιστούν