Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυλάκισις (μαρτυρείται από το 1833) [1] < → και δείτε τη λέξη φυλάκιση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυλάκισις, -εως θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ελληνικοί Κώδικες [1833] - σελ. 1088, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου