Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φρύξω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φρύγω
  2. θα φρύξω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φρύγω