φρονηματίσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφρονηματίσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φρονηματίζω
- θα φρονηματίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φρονηματίζω
φρονηματίσω