Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρονίμως < φρόνιμ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

φρονίμως, συγκριτικός:φρονιμώτερον/φρονιμωτέρως, υπερθετικός: φρονιμώτατα

  Πηγές επεξεργασία