Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

φρενιάσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φρενιάζω
  2. θα φρενιάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φρενιάζω