φουντώσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
φουντώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φουντώνω
- θα φουντώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φουντώνω
φουντώσουμε