φορολογήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
φορολογήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φορολογώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φορολογώ
- θα φορολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φορολογώ