Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

φορμίς < φορμ(ός) + -ίς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φορμίς, -ίδος θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία