Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φορέσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φορώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φορώ
  3. θα φορέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φορώ