Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φονεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φονεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φονεύω
  3. θα φονεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φονεύω