Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φλομώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φλομώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φλομώνω
  3. θα φλομώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φλομώνω