Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιξατέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική fixateur • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιξατέρ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία